- ανακαθάρισμα
- το , ανακάθαρση [-ις (-εως)] η1) повторная чистка, очищение; повторная уборка, наведение порядка (в комнате и т. п.); 2) обновление
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανακαθάρισμα — το και σμός, ο [ανακαθαρίζω] 1. πλήρες, τέλειο καθάρισμα, ξεκαθάρισμα 2. το εκ νέου καθάρισμα, ξανακαθάρισμα … Dictionary of Greek
ανακαθαρίζω — 1. καθαρίζω εκ νέου, ξανακαθαρίζω 2. καθαρίζω εντελώς 3. γίνομαι καθαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανά + καθαρίζω. ΠΑΡ. ανακαθάρισμα] … Dictionary of Greek